Θα πάρει χρόνια για να πέσουν οι τιμές στην Ελλάδα
Δυσανάλογα ακριβά σε σχέση με τις αποδοχές θα παραμείνουν για πολύ καιρό
ακόμη τα προϊόντα και οι υπηρεσίες στην Ελλάδα όπως εκτιμά στην
τριμηνιαία έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους, της Βουλής,
επισημαίνοντας ότι οι συνθήκες αποπληθωρισμού που καταγράφονται τους
τελευταίους μήνες θα πρέπει να διατηρηθούν σταθερά για μεγάλο χρονικό
διάστημα ώστε να υπάρξει πραγματική μείωση τιμών.
Στην έκθεσή τους οι τεχνοκράτες του Γραφείου της Βουλής υπογραμμίζουν πως η πολιτική «εσωτερικής υποτίμησης» μέσω της μείωσης των μισθών των εργαζομένων και της αναμενόμενης συμπίεσης του κόστους παραγωγής και της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των εταιρειών, έχει αποτύχει στο σκέλος της μείωσης των τιμών. Οι τιμές όχι μόνο δεν υποχώρησαν κατά τη διάρκεια της δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά αντίθετα καταγράφουν σημαντική αύξηση, ενώ οι επιχειρήσεις έχουν καρπωθεί την αποκλιμάκωση του κόστους εργασίας ενισχύοντας τα περιθώρια κέρδους τους.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 4,9% την περίοδο 2010-2012, επίπεδο πολύ υψηλότερο από τις προβλέψεις, ενώ με βάση τα στοιχεία του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, οι τιμές σε βασικά προϊόντα αυξήθηκαν σωρευτικά κατά 6,3% την περίοδο από το 2008 μέχρι το πρώτο δίμηνο του 2013, με το ψωμί μάλιστα να ανατιμάται κατά 6,76%, μια εξέλιξη που χαρακτηρίζεται ως «παράδοξη» λόγω και της απελευθέρωσης που επήλθε στην αγορά.
«Την τελευταία πενταετία η καταναλωτική δαπάνη στην Ελλάδα έχει περιορισθεί σημαντικά. Λόγω αυτού, θα περίμενε κανείς οι τιμές να παρουσιάζουν πτωτική τάση, όμως αυτό που τελικά συνέβη ήταν οι τιμές να παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις σε σχέση ακόμα και με χώρες που βρίσκονται κι εκείνες σε καθεστώς προσαρμογής και λιτότητας», σχολιάζουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Σε ότι αφορά την μικρή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού που καταγράφεται τους τελευταίους μήνες (-0,2% τον Μάρτιο, -0,6% τον Απρίλιο και -0,4% τον Ιούνιο) επισημαίνεται ότι «η εξέλιξη αυτή θα προκαλέσει πτώση των τιμών, μόνο αν η τάση συνεχιστεί σταθερά και για αρκετό διάστημα».
Γιατί δεν πέφτουν οι τιμές
Οι αιτίες για την «ακαμψία» της ακρίβειας, όπως καταγράφονται στην έκθεση είναι πολυποίκιλες αλλά διαφορετικές ανάλογα με το ποια πλευρά επιχειρεί να ερμηνεύσει το φαινόμενο.
Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες λ.χ. αποδίδουν μεταξύ άλλων τις υψηλές τιμές πώλησης, στις τιμές που αγοράζουν αυτοί σε σχέση με τις μεγάλες αλυσίδες, στις αυξημένες τιμές των εισαγόμενων προϊόντων, στο αυξημένο λειτουργικό κόστος τους λόγω των αυξήσεων στα τιμολόγια της ΔΕΗ και άλλων ΔΕΚΟ, στις φορολογικές επιβαρύνσεις καθώς και στην αδυναμία χορήγησης πιστώσεων από τους προμηθευτές. Επιπλέον επικαλούνται ως λόγους τις αυξήσεις των συντελεστών ΦΠΑ, τις ενδοομιλικές συναλλαγές των πολυεθνικών, τις στρεβλώσεις στην αγορά που εμποδίζουν την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού, την ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς χονδρικού και λιανικού εμπορίου, τη μεγάλη εξάρτηση από τις τιμές του πετρελαίου, κ.ά.
Από την πλευρά της η Τράπεζα της Ελλάδας και άλλοι φορείς διαπιστώνουν μεταξύ άλλων έλλειψη ανταγωνισμού σε κρίσιμους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας που έχει ως αποτέλεσμα την διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα, ενώ σημειώνουν πως τα αδήλωτα εισοδήματα στην οικονομία, αν και έχουν μειωθεί, εξακολουθούν να χρηματοδοτούν την κατανάλωση και να αναχαιτίζουν την προς τα κάτω προσαρμογή των τιμών.
πηγή: capital.gr
Στην έκθεσή τους οι τεχνοκράτες του Γραφείου της Βουλής υπογραμμίζουν πως η πολιτική «εσωτερικής υποτίμησης» μέσω της μείωσης των μισθών των εργαζομένων και της αναμενόμενης συμπίεσης του κόστους παραγωγής και της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των εταιρειών, έχει αποτύχει στο σκέλος της μείωσης των τιμών. Οι τιμές όχι μόνο δεν υποχώρησαν κατά τη διάρκεια της δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά αντίθετα καταγράφουν σημαντική αύξηση, ενώ οι επιχειρήσεις έχουν καρπωθεί την αποκλιμάκωση του κόστους εργασίας ενισχύοντας τα περιθώρια κέρδους τους.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 4,9% την περίοδο 2010-2012, επίπεδο πολύ υψηλότερο από τις προβλέψεις, ενώ με βάση τα στοιχεία του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, οι τιμές σε βασικά προϊόντα αυξήθηκαν σωρευτικά κατά 6,3% την περίοδο από το 2008 μέχρι το πρώτο δίμηνο του 2013, με το ψωμί μάλιστα να ανατιμάται κατά 6,76%, μια εξέλιξη που χαρακτηρίζεται ως «παράδοξη» λόγω και της απελευθέρωσης που επήλθε στην αγορά.
«Την τελευταία πενταετία η καταναλωτική δαπάνη στην Ελλάδα έχει περιορισθεί σημαντικά. Λόγω αυτού, θα περίμενε κανείς οι τιμές να παρουσιάζουν πτωτική τάση, όμως αυτό που τελικά συνέβη ήταν οι τιμές να παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις σε σχέση ακόμα και με χώρες που βρίσκονται κι εκείνες σε καθεστώς προσαρμογής και λιτότητας», σχολιάζουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Σε ότι αφορά την μικρή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού που καταγράφεται τους τελευταίους μήνες (-0,2% τον Μάρτιο, -0,6% τον Απρίλιο και -0,4% τον Ιούνιο) επισημαίνεται ότι «η εξέλιξη αυτή θα προκαλέσει πτώση των τιμών, μόνο αν η τάση συνεχιστεί σταθερά και για αρκετό διάστημα».
Γιατί δεν πέφτουν οι τιμές
Οι αιτίες για την «ακαμψία» της ακρίβειας, όπως καταγράφονται στην έκθεση είναι πολυποίκιλες αλλά διαφορετικές ανάλογα με το ποια πλευρά επιχειρεί να ερμηνεύσει το φαινόμενο.
Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες λ.χ. αποδίδουν μεταξύ άλλων τις υψηλές τιμές πώλησης, στις τιμές που αγοράζουν αυτοί σε σχέση με τις μεγάλες αλυσίδες, στις αυξημένες τιμές των εισαγόμενων προϊόντων, στο αυξημένο λειτουργικό κόστος τους λόγω των αυξήσεων στα τιμολόγια της ΔΕΗ και άλλων ΔΕΚΟ, στις φορολογικές επιβαρύνσεις καθώς και στην αδυναμία χορήγησης πιστώσεων από τους προμηθευτές. Επιπλέον επικαλούνται ως λόγους τις αυξήσεις των συντελεστών ΦΠΑ, τις ενδοομιλικές συναλλαγές των πολυεθνικών, τις στρεβλώσεις στην αγορά που εμποδίζουν την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού, την ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς χονδρικού και λιανικού εμπορίου, τη μεγάλη εξάρτηση από τις τιμές του πετρελαίου, κ.ά.
Από την πλευρά της η Τράπεζα της Ελλάδας και άλλοι φορείς διαπιστώνουν μεταξύ άλλων έλλειψη ανταγωνισμού σε κρίσιμους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας που έχει ως αποτέλεσμα την διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα, ενώ σημειώνουν πως τα αδήλωτα εισοδήματα στην οικονομία, αν και έχουν μειωθεί, εξακολουθούν να χρηματοδοτούν την κατανάλωση και να αναχαιτίζουν την προς τα κάτω προσαρμογή των τιμών.
πηγή: capital.gr