“Τι δεν βλέπουμε στο Μουσείο Ακρόπολης” της Εύης Καλπατσινίδου
άρθρο της Εύης Καλπατσινίδου,
Δικηγόρου MSc .
Σύμφωνα
με το νόμο 3711/2008 το Μουσείο Ακρόπολης ιδρύθηκε ως ΝΠΔΔ, εποπτευόμενο από
τον Υπουργό Πολιτισμού. «Σκοπός του μουσείου είναι η συγκέντρωση, προστασία,
μελέτη, ανάδειξη και προβολή των
μνημείων του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο» (άρθρο
1). Η ιδιάζουσα σχέση αυτονομίας και παράλληλα σφιχτού εναγκαλισμού του
μουσείου με το Υπουργείο Πολιτισμού συμπυκνώνεται στην περ. ιε του άρθρου 2
του ιδρυτικού του νόμου, κατά την οποία προβλέπεται ως μέσο επίτευξης του
σκοπού του μουσείου, η «παροχή συνδρομής προς το ΥΠΠΟ για την διεκδίκηση και
επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα».
Το μουσείο μετέρχεται μία εξαιρετικά
εξωστρεφούς επικοινωνιακής πολιτικής, παρέχοντας σε επίπεδο φυσικής μουσειακής
εμπειρίας μία ισχυρή πολιτική άποψη και θέση για τα εκθέματά του, την οποία
μεταφέρει και στο επίπεδο της ψηφιακής εμπειρίας, μέσω των σύγχρονων
τεχνολογικών προϊόντων που παρέχονται στην ιστοσελίδα του.
Το Υπουργείο Πολιτισμού στα πλαίσια
της εκστρατείας του για τον επαναπατρισμό των γλυπτών, μεταξύ των λοιπών
νομικών επιχειρημάτων, προκρίνει ως κυριότερο αυτό της φυσικής ενότητας γλυπτών και οικοδομήματος, ενός συνόλου που
διασπάστηκε βίαια και έχασε το νόημα και το περιεχόμενό του. Αυτό ακριβώς το
επιχείρημα έθεσε με τη δομή της έκθεσής του και το Μουσείο της Ακρόπολης,
τοποθετώντας σε διαλογική με τον Παρθενώνα σχέση τα γλυπτά, τόσο με την οπτική
επαφή που παρέχεται μέσω του περιβαλλόμενου από γυαλί τελευταίου ορόφου του
μουσείου, όπου είναι τοποθετημένα, αλλά πολύ περισσότερο με την αρχιτεκτονικά
ανάλογη τοποθέτησή τους, που αναλογεί με
το κτήριο των αρχαίων ναών, στο οποίο οι μετόπες, η ζωφόρος και τα αετώματα
βρίσκουν εν πολλοίς την ανάλογη θέση με εκείνη που είχαν in situ. Με τον τρόπο αυτό παγιώνεται η ελληνική θέση και διατυπώνεται ένα συνεχές
εκκωφαντικό αίτημα επιστροφής των
μαρμάρων μέσω της απουσίας των αυθεντικών γλυπτών από την παραπάνω τοποθέτηση
και την υποκατάσταση όσων λείπουν με γύψινα εκμαγεία, - υποδηλώνοντας παράλληλα
ότι υπάρχει χώρος για τη φύλαξή τους, καθώς κάτω από το καθένα υπάρχει σήμανση ότι το αυθεντικό βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο.
Κατά τον Χουρμουζιάδη, πίσω από
τις προθήκες και τα εκθέματα, υπάρχει μια θεωρία. Εν προκειμένω, το αφήγημα που
επιχειρεί να μεταφέρει το Μουσείο Ακρόπολης, τόσο εικονικά όσο και ψηφιακά,
είναι η αναπαράσταση μίας «φαντασιακής» παρελθοντικής στιγμής του Ιερού Βράχου,
κάπου μέσα στο χρυσό αιώνα, αποσπασμένη από τις ιστορικές της συνέχειες, ώστε
να αναδειχθεί ως κλασσική και γι’ αυτό ικανή να συνδιαλέγεται με όλες τις
εποχές. Συνεπώς, οιαδήποτε άλλη ιστορική στιγμή, τα βυζαντινά χρόνια ή η
τουρκοκρατία με τις οικοδομικές προσθήκες, η συμβολοποίηση του μνημείου κατά
την Γερμανική κατοχή και την επταετία, δεν προβάλλονται καθόλου. Επιλέγεται μία
μουσειολογική παρουσίαση κατά την οποία τα εκθέματα ανυψώνονται κυριολεκτικά
αλλά και αξιολογικά, από τα γεωμετρικά χρόνια στο απόγειο της τέχνης, στη
διαχρονικά υψηλή αρχαιότητα. Ώστε αποδίδεται μία μάλλον αποκομμένη και
αποστειρωμένη αναπαράσταση, μία φαντασιακή στιγμή, στη λογική που κινείται και
το αναστηλωτικό πρόγραμμα της Ακρόπολης, συνθέτοντας ένα σύμβολο που αντανακλά
τις νεωτερικές προσδοκίες των σύγχρονων Ελλήνων, που σε μεγάλο βαθμό
προβλήθηκαν εφ’ ημών από την ευρωπαϊκή
ρομαντική αντίληψη του 19ου αιώνα.
Το άγχος να ειπωθούν όσο περισσότερα
μπορούν, η υπερφόρτωση από αρχαιολογικές πληροφορίες και το στερεότυπο του παθιασμένου «επισκέπτη», συνάμα με την ρομαντική αρχαιολογική ρητορική,
που ρίχνει το βάρος στη συλλογικότητα παρά στο άτομο είναι προ πολλού
παρωχημένη. Στον αντίποδα βρίσκεται η τάση που στρέφεται προς το άτομο και τις
εμπειρίες του, την προσωπικότητα και την αναζήτηση εσωτερικών συνδέσεων μεταξύ
εμπειριών και εξωτερικού κόσμου. Εν προκειμένω, ο φόβος της αρχαιολογικής
εγκυρότητας από πλευράς συντελεστών της έκθεσης, εμποδίζει το χρήστη να
προσεγγίσει ουσιαστικά το μνημείο, μένοντας στον συμβατικό αποθαυμασμό, που
οδηγεί στην επιδερμική ενασχόληση και φετιχοποίηση του τελευταίου, χωρίς
ουσιαστικά να το γνωρίζει. Ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα, καθώς παρά τον όγκο των
πληροφοριών, τελικά ελάχιστα μένουν και εμπεδώνονται. Αποκτάται μία ασαφής
εντύπωση για την σπουδαιότητά των γλυπτών, όχι όμως σαφής θέση αναφορικά με το
γιατί τα γλυπτά αυτά είναι αριστουργήματα. Εμμένει το Μουσείο στη λογική του να
αφεθεί ο επισκέπτης/θεατής/χρήστης να συνομιλήσει με το έκθεμα, σε έναν ωστόσο
ανισότιμο διάλογο, καθώς οι πληροφορίες που απαιτούνται είτε δεν παρέχονται,
είτε είναι υπερβολικά «επιστημονικές».
Αυτό που καθιστά ωστόσο διαχρονικά
και εξαιρετικής σπουδαιότητος σύμβολα όπως η Ακρόπολη των Αθηνών είναι η θέση
τους ως ανοιχτό πεδίο σύναξης πολλαπλών αλληλενεργειών και δυναμικής συγκρότηση
νοημάτων. Η απαγκίστρωση των αντικειμένων από την αξιολογική κατάταξη, ειδικά
μέσω ιστορικών περιόδων και η συνεχής νοηματοδότησή τους μπορεί να αναγνωριστεί
με μια νέα, ελεύθερη, όχι εθνοκεντρική
ανάγνωση των στίχων του Παλαμά:
«Των χρυσών Παρθενών οι κολώνες
Δεν τη λαμπρύνουν μόνες τη γη ετούτη
Τα σπαθιά που την έσφαζαν, οι αιώνες
Της τα κάμαν στολίσματα και πλούτη».
Κ. Παλαμάς. Οι αιώνες.