Ελ Πάσο: Το ¨αρχαίο¨ μπιλιαρδάδικο της Θεσσαλονίκης που μας ταξιδεύει στο θαυμαστό κόσμο των 80's
Το Ελ Πάσο
άνοιξε το 1972 και έξι χρόνια αργότερα πέρασε στα χέρια του Χρήστου Παυλίδη.
Για το χατίρι του πατέρα του κατέβηκε από τη Γερμανία και ανέλαβε το μαγαζί.
Μαζί με το Santa Monica, το San Salvador και την Argentina ήταν από τα πρώτα
μπιλιαρδάδικα της πόλης.
Πάνω από το τσόχινο τραπέζι με τα κρεμαστά φωτιστικά
και τα κρόσσια γύρω από το μεταλλικό περίβλημα της λάμπας στήνονταν αυτοσχέδια
τουρνουά τρίσποντου και αμερικάνικου, ενώ όσοι δεν έπαιζαν στήνονταν στην ουρά
για ένα high score στο φλιπεράκι των Kiss και αργότερα στα UFO.
Τα ξύλινα
ποδοσφαιράκια έσκαγαν με δύναμη στο χρωματιστό πάτωμα από την ένταση και το
πάθος των παικτών, όσο ο ασπρόμαυρος Χάμφρει Μπόγκαρντ κοιτούσε αφ’ υψηλού τα
καμάκια της εποχής. Ανάμεσα στα μπιλιάρδα, τα παλιά ηλεκτρονικά και τα Bally
φλιπεράκια περιμένεις να δεις τον Σταμάτη Γαρδέλη να στήνει τις μπάλες και τον
Μπίλια να περιφέρεται με το see through μπλουζάκι του.
«Όταν με
ρωτάνε οι φίλοι αν θ’ αλλάξω κάτι στο μαγαζί, τους απαντάω ότι η μόνη
ανακαίνιση που κάνω είναι να πάω τις μπύρες δεξιά και τα ποτά αριστερά. Δεν μου
αρέσει ν’ αλλάζω τα πράγματα, τα προτιμώ αυθεντικά, όπως ήταν πρώτα», λέει ο
Χρήστος Παυλίδης.
Εδώ και τρεις δεκαετίες καταφέρνει να πιάσει το πνεύμα της
εποχής. «Μετά τα μπιλιάρδα φέραμε ηλεκτρονικά, τα έχω στοιβαγμένα σε μια γωνία.
Ύστερα τα φλίπερ, μετά βελάκια, σκάκι και τάβλι, τα τραπέζια του πινγκ πονγκ
και βέβαια ήμασταν οι πρώτοι στη γειτονιά που είχαμε έγχρωμη τηλεόραση. Οι
πελάτες μας αγαπούσαν γιατί πάντα σεβόμασταν αυτόν που θα κατέβαινε εδώ».
Και ο
κόσμος κατέβαινε τη σκάλα από τη μικρή είσοδο της Αγίου Δημητρίου και
διασκέδαζε με τα πάρτι που διοργάνωνε ο Χρήστος τις απόκριες και τις
πρωτοχρονιές.
Σε λίγους μήνες βγαίνει στη σύνταξη αλλά έχω την αίσθηση πως
νιώθει ότι η θέση του είναι εκεί, πίσω από το μικρό του βασίλειο, το
λαμαρινένιο μπαρ του Ελ Πάσο, ανάμεσα στις στέκες του μπιλιάρδου, σε
ιδιοκατασκευές και πατέντες και το παροπλισμένο τζουκ μποξ Seeburg, μαζί με τις
αναμνήσεις μιας εποχής που έφυγε και πάει.