Περί ξεβράκωτης Δικαιοσύνης και άλλων τινών. του Αλέξανδρου Raskolnick
Η αλήθεια είναι
ότι οι ελληνικές τράπεζες πόνταραν ανέκαθεν και διαχρονικά στην κρατική
πριμοδότηση από τα ομόλογα που εξέδιδε το ελληνικό Δημόσιο.
Έτσι, ευτυχώς,
δεν είχαν λόγο οι τραπεζίτες μας να καταφεύγουν σε πιο περίπλοκα κι επικίνδυνα
χρηματοοικονομικά εργαλεία, όπως έκαναν άλλοι, αλλού, για να εξασφαλίζουν τα
παχυλά τους επιμίσθια.
Με τα φθηνά ευρώ
που άρχισαν να εισρέουν στα ταμεία τους από την ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα,
μπορούσαν για μια δεκαετία να δανειοδοτούν το κράτος, απολαμβάνοντας ένα ζουμερό διάφορο
επιτοκίου και επειδή τα λεφτά ερχόντουσαν με τη σέσουλα, θησαύριζαν οι
τραπεζίτες μας κι από τα στεγαστικά, τα καταναλωτικά και τα άλλα εορταστικά
θαλασσοδάνεια που διοχέτευαν με το αζημίωτο στην αγορά, για να φουσκώσει
γρηγορότερα η φούσκα του ελληνικού αναπτυξιακού «θαύματος» της πρώτης δεκαετίας
του αιώνα, που στηρίχθηκε μόνο στην κατανάλωση: ένα ατέλειωτο καταναλωτικό
πάρτι που ξεκίνησε με το τέλος της εποχής των υψηλών δραχμικών επιτοκίων.
Προκειμένου να
εξασφαλίζουν τα παχυλά προσωπικά τους ωφελήματα, λοιπόν, οι τραπεζίτες μας, ξεκινώντας
από τον εκάστοτε Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας και φθάνοντας ως τον
τελευταίο διευθυντή τραπεζικού υποκαταστήματος της Πάνω Κωλοπετεινίτσας,
προσέφεραν για μια δεκαετία άφθονο δανεισμό πολλές φορές με μειωμένες εξασφαλίσεις, περισσότερες
φορές με πλαστογραφημένες υπερεκτιμήσεις των εξασφαλίσεων. Το μόνο που είχε σημασία, ήταν το
μερίδιο αγοράς τους που όσο μεγάλωνε τόσο επέτρεπε στις διοικήσεις των τραπεζών να
εισηγούνται μεγαλύτερες αμοιβές για τους εαυτούς των.
Με το
καταστροφικό P.S.I. που μεθόδευσε ο βουλιμικός
παρασυνταγματολόγος που παριστάνει σήμερα τον Αντιπρόεδρο της Ελληνικής
Κυβέρνησης, τρομάρα του, οι τράπεζες υπέστησαν και αυτές σημαντικές ζημιές που
δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να αναλάβουν οι παλαιοί μέτοχοι.
Δεν μπορεί να καταλογιστεί ευθύνη στους τραπεζίτες, επειδή στρογγυλοκάθισαν στο μαλακό και βολικό μαξιλάρι των ελληνικών
ομολόγων.
Μπορεί όμως να καταλογιστεί ευθύνη στις διοικήσεις των τραπεζών, για τα ψεύδη που υπέκρυπταν και συνεχίζουν να
υποκρύπτουν στους ισολογισμούς τους, χρόνια τώρα. Ας ακούμε για την περίφημη
έκθεση της BlackRock κι
έκθεση ας μη βλέπομε, παρά μόνον κάποια ψήγματά της, εδώ κι εκεί, για να
τηρούνται κάποια από τα προσχήματα, στην ανάπηρη Τηλεδημοκρατία μας της άβουλης
Βουλής, της εξωνημένης κυβέρνησης και της ξεβράκωτης δικαιοσύνης.
Μπορεί επίσης να καταλογιστεί ευθύνη στις διοικήσεις των τραπεζών,
επειδή σε αγαστή συνεργασία με την κυβέρνηση των Ολετήρων, χρησιμοποίησαν και συνεχίζουν
να χρησιμοποιούν τις τράπεζες ως οχήματα αδικαιολόγητου πλουτισμού,
υπέρ ενός κλειστού κύκλου κερδοσκόπων και κατά της κοινωνίας ολόκληρης,
παρασιτώντας πάνω στο τομάρι μας.
Τι διαφορετικό θα
περίμενε όμως κανείς, όταν ο σημερινός Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, σε
οποιαδήποτε ευνομούμενη χώρα, θα είχε τουλάχιστον παυθεί από τα καθηκοντά του,
αν όχι για τις άλλες παραλείψεις του, τουλάχιστον για το τεκμηριωμένο γεγονός
ότι σε κρίσιμη στιγμή διευκόλυνε τις επιθέσεις των κερδοσκόπων κατά της Ελλάδας?
Τι διαφορετικό θα
περίμενε όμως κανείς, όταν επικεφαλείς των ελεγκτικών εταιρειών, που όλα αυτά
τα χρόνια βγάζουν «λάδι» τους τραπεζίτες για τις πράξεις και τις παραλείψεις
τους, εξελίσσονται σε «υφυπουργoύς» της κυβέρνησης των Ολετήρων?
Τίποτα διαφορετικό
δεν θα μπορούσε να περιμένει κανείς, έτσι τυλιγμένοι που είμαστε μέσα σε αυτόν
τον ασύλληπτο ιστό διαπλοκής της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της
δικαστικής εξουσίας και των έμπλεων ατιμωρησίας, για τα άνομα συμφέροντα που
εξυπηρετούν, κοινοβουλευτικών μας εκπρόσωπων.
Τίποτα
διαφορετικό δεν θα μπορούσε να περιμένει κανείς, άλλο από τις λογιστικές
χρεώσεις και τις λογιστικές πιστώσεις των πακέτων «διάσωσης»∙ με τους τόκους
ενός ύποπτου κι ανέλεγκτου χρέους που είναι αδύνατον να εξυπηρετηθεί,
καταλογισμένους σε αγέννητα παιδιά.