Διαβάστηκε με ελληνική καθοδήγηση το DNA του μύκητα που καταστρέφει τις μπανάνες
Ένα από τα μεγάλα μειονεκτήματα της μπανάνας και συγκεκριμένα του... παρουσιαστικού της, είναι ότι μαυρίζει εύκολα και σαπίζει πρόωρα. Με επικεφαλής έναν έλληνα, ομάδα επιστημόνων από τις ΗΠΑ και την Ολλανδία κατάφερε να αποκωδικοποιήσει το DNA τριών συγγενικών παθογόνων μικροοργανισμών μυκήτων, που καταστρέφουν τις μπανάνες σε όλο τον κόσμο.
Η ανάγνωση του γονιδιώματος των μυκήτων ελπίζεται ότι θα βοηθήσει στην ανάπτυξη μπανανών που θα είναι πιο ανθεκτικές και ελκυστικές στον καταναλωτή.
Το λεγόμενο σύμπλεγμα ασθενειών Σιγκατόκα οφείλεται, σύμφωνα με το ΑΠΕ, σε τρεις μύκητες, οι οποίοι εμφανίσθηκαν διαδοχικά κατά τον προηγούμενο αιώνα: κίτρινη σιγκατόκα, μαύρη σιγκατόκα και ‘eumusae leaf spot'.
Η κίτρινη σιγκατόκα εμφανίσθηκε πρώτη, αλλά πλέον οι άλλοι δύο μύκητες είναι πιο καταστρεπτικοί, ιδίως η μαύρη σιγκατόκα.
Η τελευταία μεταδίδεται μέσω του αέρα και πλήττει τα φύλλα των μπανανιών σε όλο τον κόσμο, τόσο σε μικρές, όσο και σε μεγάλες καλλιέργειες. Χωρίς χημικό έλεγχο, η ασθένεια προκαλεί τεράστιες οικονομικές ζημιές στους παραγωγούς, καθώς όχι μόνο καταστρέφει πολλά φυτά, αλλά επίσης προκαλεί πρόωρη ωρίμανση του φρούτου, με συνέπεια η μπανάνα να μαυρίζει γρήγορα.
Η ποικιλία μπανάνας Κάβεντις, η πιο διαδεδομένη διεθνώς, είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στον μύκητα της μαύρης σιγκατόκα. Επειδή οι μπανάνες αυτές εμφανίζουν μεγάλη γενετική ομοιομορφία (για να παράγονται μαζικά), η νόσος μπορεί να τις εξαφανίσει επίσης μαζικά.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή Ιωάννη Στεργιόπουλο του Τμήματος Φυτοπαθολογίας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Ντέηβις, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γενετικής "PLoS Genetics", δήλωσαν αισιόδοξοι ότι σταδιακά η μπανάνα θα...πάρει τα πάνω της.
«Τώρα, για πρώτη φορά, κατανοούμε τη γενετική βάση της εξέλιξης της μολυσματικότητας αυτών των μυκητικών νόσων, πράγμα που μας δίνει την ευκαιρία να παρέμβουμε αποτελεσματικά», ανέφερε ο Στεργιόπουλος.
Ο καθηγητής τροπικής φυτοπαθολογίας Γκερτ Κέμα του ολλανδικού Πανεπιστημίου του Βαγκενίγκεν, ένας από τους σημαντικότερους ειδικούς στον κόσμο σε θέματα μπανάνας, τόνισε ότι «χάρη στην αλληλούχιση του DNA των μυκήτων, ρίχνουμε πλέον περισσότερο φως στην αλληλεπίδρασή τους με το φυτό της μπανάνας, πράγμα που θα οδηγήσει στην καλλιέργεια μπανανών πιο ανθεκτικών και έτσι πιο κατάλληλων γιια παραγωγή και εξαγωγή».
Αυτό επίσης ελπίζεται ότι θα επιτρέψει μελλοντικά να μειωθεί η μεγάλη σήμερα ποσότητα μυκητοκτόνων, με τα οποία ψεκάζονται οι μπανάνες, μια κατάσταση που, εκτός από την ποιότητα της ίδιας της μπανάνας, επιβαρύνει την υγεία των καλλιεργητών στις φυτείες.
Η μπανάνα είναι το κορυφαίο φρούτο στον κόσμο και το τέταρτο μεταξύ των καλλιεργούμενων τροφίμων γενικότερα. Περίπου 140 εκατομμύρια τόνοι μπανανών παράγονται κάθε χρόνο σε σχεδόν 120 τροπικές και υποτροπικές χώρες.
Όμως η κερδοφόρος παγκόσμια βιομηχανία μπανάνας θα μπορούσε να εξαφανισθεί μέσα σε πέντε έως δέκα χρόνια, εξαιτίας των ασθενειών που προκαλούν οι μύκητες. Ήδη οι τρεις παθογόνοι μικροοργανισμοί της Σιγκατόκα από κοινού μειώνουν δραματικά την παραγωγή μπανανών κατά τουλάχιστον 50%, ποσοστό που θα φθάσει στο 70%, αν δεν τεθούν υπό έλεγχο.
Ο Ι.Στεργιόπουλος αποφοίτησε το 1997 από τη Σχολή Γεωπονίας και Δασολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πήρε το διδακτορικό του το 2003 από το Εργαστήριο Φυτοπαθολογίας του Πανεπιστημίου Βαγκενίγκεν, όπου έκανε και τη μεταδιδκατορική έρευνά του.
Από το 2012 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια-Ντέηβις, όπου είναι επικεφαλής του εργαστηρίου φυτοπαθολογίας, ειδικευόμενος στις ασθένειες των μυκήτων στα φυτά.
Το λεγόμενο σύμπλεγμα ασθενειών Σιγκατόκα οφείλεται, σύμφωνα με το ΑΠΕ, σε τρεις μύκητες, οι οποίοι εμφανίσθηκαν διαδοχικά κατά τον προηγούμενο αιώνα: κίτρινη σιγκατόκα, μαύρη σιγκατόκα και ‘eumusae leaf spot'.
Η κίτρινη σιγκατόκα εμφανίσθηκε πρώτη, αλλά πλέον οι άλλοι δύο μύκητες είναι πιο καταστρεπτικοί, ιδίως η μαύρη σιγκατόκα.
Η τελευταία μεταδίδεται μέσω του αέρα και πλήττει τα φύλλα των μπανανιών σε όλο τον κόσμο, τόσο σε μικρές, όσο και σε μεγάλες καλλιέργειες. Χωρίς χημικό έλεγχο, η ασθένεια προκαλεί τεράστιες οικονομικές ζημιές στους παραγωγούς, καθώς όχι μόνο καταστρέφει πολλά φυτά, αλλά επίσης προκαλεί πρόωρη ωρίμανση του φρούτου, με συνέπεια η μπανάνα να μαυρίζει γρήγορα.
Η ποικιλία μπανάνας Κάβεντις, η πιο διαδεδομένη διεθνώς, είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στον μύκητα της μαύρης σιγκατόκα. Επειδή οι μπανάνες αυτές εμφανίζουν μεγάλη γενετική ομοιομορφία (για να παράγονται μαζικά), η νόσος μπορεί να τις εξαφανίσει επίσης μαζικά.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή Ιωάννη Στεργιόπουλο του Τμήματος Φυτοπαθολογίας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Ντέηβις, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γενετικής "PLoS Genetics", δήλωσαν αισιόδοξοι ότι σταδιακά η μπανάνα θα...πάρει τα πάνω της.
«Τώρα, για πρώτη φορά, κατανοούμε τη γενετική βάση της εξέλιξης της μολυσματικότητας αυτών των μυκητικών νόσων, πράγμα που μας δίνει την ευκαιρία να παρέμβουμε αποτελεσματικά», ανέφερε ο Στεργιόπουλος.
Ο καθηγητής τροπικής φυτοπαθολογίας Γκερτ Κέμα του ολλανδικού Πανεπιστημίου του Βαγκενίγκεν, ένας από τους σημαντικότερους ειδικούς στον κόσμο σε θέματα μπανάνας, τόνισε ότι «χάρη στην αλληλούχιση του DNA των μυκήτων, ρίχνουμε πλέον περισσότερο φως στην αλληλεπίδρασή τους με το φυτό της μπανάνας, πράγμα που θα οδηγήσει στην καλλιέργεια μπανανών πιο ανθεκτικών και έτσι πιο κατάλληλων γιια παραγωγή και εξαγωγή».
Αυτό επίσης ελπίζεται ότι θα επιτρέψει μελλοντικά να μειωθεί η μεγάλη σήμερα ποσότητα μυκητοκτόνων, με τα οποία ψεκάζονται οι μπανάνες, μια κατάσταση που, εκτός από την ποιότητα της ίδιας της μπανάνας, επιβαρύνει την υγεία των καλλιεργητών στις φυτείες.
Η μπανάνα είναι το κορυφαίο φρούτο στον κόσμο και το τέταρτο μεταξύ των καλλιεργούμενων τροφίμων γενικότερα. Περίπου 140 εκατομμύρια τόνοι μπανανών παράγονται κάθε χρόνο σε σχεδόν 120 τροπικές και υποτροπικές χώρες.
Όμως η κερδοφόρος παγκόσμια βιομηχανία μπανάνας θα μπορούσε να εξαφανισθεί μέσα σε πέντε έως δέκα χρόνια, εξαιτίας των ασθενειών που προκαλούν οι μύκητες. Ήδη οι τρεις παθογόνοι μικροοργανισμοί της Σιγκατόκα από κοινού μειώνουν δραματικά την παραγωγή μπανανών κατά τουλάχιστον 50%, ποσοστό που θα φθάσει στο 70%, αν δεν τεθούν υπό έλεγχο.
Ο Ι.Στεργιόπουλος αποφοίτησε το 1997 από τη Σχολή Γεωπονίας και Δασολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πήρε το διδακτορικό του το 2003 από το Εργαστήριο Φυτοπαθολογίας του Πανεπιστημίου Βαγκενίγκεν, όπου έκανε και τη μεταδιδκατορική έρευνά του.
Από το 2012 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια-Ντέηβις, όπου είναι επικεφαλής του εργαστηρίου φυτοπαθολογίας, ειδικευόμενος στις ασθένειες των μυκήτων στα φυτά.
Πηγή: www.cnn.gr