Η Παγκόσμια Ημέρα κατά της Βίας κατά των Γυναικών είναι και φέτος επίκαιρη
Σύμφωνα με την έκθεση «Βία κατά των γυναικών: Πανευρωπαϊκή έρευνα» του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA), το 25% των γυναικών στην Ελλάδα δήλωσε πως έχουν υποστεί σωματική και/ή σεξουαλική βία από νυν ή τέως σύντροφο, ή από άλλο πρόσωπο από την ηλικία των 15 ετών και άνω. Ο αντίστοιχος Μέσος Όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) φτάνει το 33%. Συχνότερες μορφές σωματικής βίας είναι οι σπρωξιές και τα σκουντήματα, τα χαστούκια, το βίαιο τράβηγμα και το τράβηγμα των μαλλιών της γυναίκας. Αυτό που προκύπτει από την έκθεση είναι μια εικόνα εκτεταμένης κακοποίησης, η οποία επηρεάζει τις ζωές πολλών γυναικών, αλλά, συστηματικά, δεν καταγγέλλεται στις αρχές. Για παράδειγμα, μία στις 10 γυναίκες της ΕΕ έχει υποστεί κάποια μορφή βίας από την ηλικία των 15 ετών και άνω, ενώ μία στις 20 έχει πέσει θύμα βιασμού. Μία στις πέντε γυναίκες έχει υποστεί σωματική και/ή σεξουαλική βία από νυν ή τέως σύντροφο, και μία στις 10 γυναίκες δηλώνει ότι βίωσε κάποια μορφή σεξουαλικής βίας από ενήλικα πριν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας της. Ωστόσο, μόλις 14 % των γυναικών κατήγγειλαν στην αστυνομία το πιο σοβαρό περιστατικό βίας από στενό σύντροφο, ενώ 13 % κατήγγειλαν στην αστυνομία το πιο σοβαρό περιστατικό βίας από μη σύντροφο. Στις περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης τα ποσοστά μειώνονται και μόλις το 4% κατήγγειλαν το περιστατικό στην αστυνομία, 4 % και λιγότερο από 1 % συμβουλεύτηκαν δικηγόρο ή οργάνωση υποστήριξης θυμάτων.
Η Ελένη Περράκη, Ψυχολόγος, Κοινωνική Ανθρωπολόγος και Οικογενειακή Συστημική Θεραπεύτρια, εξηγεί πως οι γυναίκες που αποφασίζουν να συμβουλευτούν ψυχολόγο ή να επισκεφτούν μια κοινωνική υπηρεσία, βρίσκονται συνήθως σε μια κατάσταση κρίσης ή απελπισίας, έχοντας υποστεί μια πιο ακραία συμπεριφορά από όσες βιώνουν καθημερινά. «Πολλές γυναίκες, κατά τη διάρκεια της θεραπείας ή και της συμβουλευτικής, συνειδητοποιούν πως έχουν ζήσει συνεχείς παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων τους, ήδη από την έναρξη της σχέσης τους, αγνοώντας πως αυτό αποτελεί βίαιη συμπεριφορά. Η έναρξη μπορεί να αφορά ψυχολογική βία, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε λεκτική και έπειτα σε σωματική. Ωστόσο δε μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά αν μια μορφή βίας θα είναι το προανάκρουσμα μιας άλλης. Όταν σε μια σχέση μια γυναίκα δέχεται την παραβίαση των δικαιωμάτων της σε ένα πρώτο επίπεδο- όπως το να εκφράζει ελεύθερα τη γνώμη της ή να συνεισφέρει στις οικογενειακές αποφάσεις- αυτό μπορεί μετέπειτα να εξελιχθεί στο να υποστεί ή και να "δεχτεί" την παραβίαση του προσωπικού της χώρου, ή ακόμη και του σώματος της». Όπως μας εξηγεί, είναι σύνηθες για γυναίκες που εμπλέκονται σε βίαιες σχέσεις να προσέρχονται με το αίτημα της βοήθειας προκειμένου να “ξεφύγουν”, αλλά στην πορεία να διακατέχονται από συναισθήματα αμφιθυμίας οπότε και ενδέχεται να το μετανιώσουν και να αποφασίσουν να παραμείνουν με το θύτη. «Οι μαρτυρίες δηλώνουν πως, ενώ συχνά τα "θύματα" είναι ίσως οργισμένα με ό,τι υπομένουν, δεν επιθυμούν να φύγουν από αυτή τη σχέση νιώθοντας πως αυτό που βιώνουν είναι μια «κανονικότητα». Αξίζει να αναφέρουμε ότι υπάρχει σαφής πολιτισμική διαφορά στο τι κανείς ορίζει ως βία, γεγονός το οποίο επηρεάζει άμεσα την αναγνώριση και την αντιμετώπισή της. Σε κάθε περίπτωση, το πρακτικό βήμα που πρέπει να γίνει άμεσα είναι να νιώσει η γυναίκα ασφάλεια, δηλαδή να απομακρυνθεί από τον επικείμενο κίνδυνο. Στη συνέχεια μπορεί να συμβουλευτεί κοινωνικό λειτουργό για να μάθει τα νομικά και πρακτικά της δικαιώματα. Πάντως, το δυσκολότερο για μία γυναίκα είναι να αποδεχτεί πως είναι θύμα βίας και να ζητήσει βοήθεια σχετικά με την επεξεργασία και τη διαχείριση των συναισθημάτων της από έναν ψυχοθεραπευτή».
Από τον Νοέμβριο του 2013 στη Θεσσαλονίκη λειτουργεί το Συμβουλευτικό Κέντρο Θεσσαλονίκης* που από την πρώτη ημέρα λειτουργίας του έως σήμερα έχει λάβει περίπου 850 τηλεφωνήματα. Τις κλήσεις τις υποδέχεται η Σοφία Ελευθεριάδου η οποία μας εξηγεί τη διαδικασία: «Η γυναίκα στο τηλέφωνο μας αναφέρει περιληπτικά το αίτημά της και αναλόγως του τι χρειάζεται θα την ενημερώσουμε για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και θα κλείσουμε το αντίστοιχο ραντεβού. Λίγες είναι οι περιπτώσεις του να κλείσουν κάποιο ραντεβού και τελικά να μην έρθουν. Όλες οι υπηρεσίες του Κέντρου παρέχονται δωρεάν». Από τη στιγμή που μια γυναίκα απευθύνεται και ξεκινά τη συμβουλευτική διαδικασία στο Συμβουλευτικό Κέντρο το πρώτο της ραντεβού γίνεται με τις κοινωνικές λειτουργούς. Εκεί, πριν από οποιαδήποτε παραπομπή, είτε σε άλλο φορέα, είτε σε άλλη ειδικότητα του Κέντρου, γίνεται ανίχνευση/διερεύνηση του αιτήματος ή των αιτημάτων της. Όπως μας εξηγούν οι κοινωνικοί λειτουργοί του Κέντρου, Αναστασία Ζδράλη και Λένα Τσαγρή, πολλές φορές η γυναίκα η οποία έρχεται δεν έχει ξεκάθαρο αίτημα, ή διατυπώνεται ως «τι μπορείτε να κάνετε για να με βοηθήσετε;». «Σε αυτές τις περιπτώσεις τις παραπέμπουμε στις συναδέλφους, ψυχολόγο και νομικό αν υπάρχει σχετικό αίτημα, διαφορετικά παραπέμπουμε σε άλλες Υπηρεσίες της πόλης, ΜΚΟ ή Κρατικές Δομές ώστε να ικανοποιηθεί το αίτημά της. Συνεργαζόμαστε με οποιονδήποτε φορέα μπορεί να βοηθήσει μια γυναίκα που έρχεται εδώ: την Πρόνοια, με Κέντρα Ψυχικής Υγείας, νοσοκομεία, ΟΑΕΔ, το Γραφείο Εργασίας του Δήμου Θεσσαλονίκης. Ένα άλλο κομμάτι είναι οι Ξενώνες Φιλοξενίας. Αν υπάρχει ανάγκη μια γυναίκα να απομακρυνθεί, βρίσκεται σε κίνδυνο ή αποφασίσει να φύγει από μια σχέση υπάρχουν ξενώνες φιλοξενίας στο δίκτυο δομών μας και θα φροντίσουμε για την παραπομπή της, είτε στη Θεσσαλονίκη είτε αν το θεωρηθεί απαραίτητο, σε κάποια άλλη πόλη. Υπάρχουν θέσεις στους ξενώνες φιλοξενίας και αν η γυναίκα είναι αποφασισμένη να προχωρήσει σε αυτήν την κίνηση το αίτημά της θα ικανοποιηθεί. Δεν είναι σπάνιο μια γυναίκα να θέλει να εξαφανιστεί, να πάρει απόσταση ώστε να μην μπορεί να την βρει αυτός που την απειλεί. Από εκεί και πέρα ασχολούμαστε με ό,τι άλλο έχει σχέση με κοινωνικά αιτήματα, όπως δωρεάν παροχή τροφών και ρούχων ή ο,τιδήποτε άλλο».
Η Γεωργία Τερζόγλου και η Εύα Θεοδοσιάδου, είναι οι ψυχολόγοι του Κέντρου και όπως μας διευκρινίζουν, «υπάρχουν περιπτώσεις που οι γυναίκες που επικοινωνούν μαζί μας από μόνες τους ζητάνε ψυχολογική υποστήριξη. Άλλες το ζητάνε στην πορεία, κυρίως μετά το πρώτο ραντεβού που είναι πάντα με την κοινωνική λειτουργό. Οι συνεδρίες είναι ατομικές, ο αριθμός και η διάρκεια ποικίλλει ανάλογα από τον βαθμό στήριξης που η κάθε γυναίκα επιθυμεί να λάβει».
Ένα κομμάτι που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τις γυναίκες που εμπλέκονται σε βίαιες σχέσεις, ιδίως όταν εμπλέκονται και ανήλικα παιδιά, είναι το νομικό πλαίσιο των αποφάσεων τους. Η νομικός του Κέντρου, Στέλλα Χασιρτζόγλου, εξηγεί πως «οι συμβουλευόμενες έρχονται σε μένα μετά από παραπομπή είτε από την κοινωνική λειτουργό είτε από την ψυχολόγο. Διερευνούμε την νομική τους κατάσταση, τις πληροφορούμε για τα δικαιώματα και τις επιλογές τους και παράλληλα τις στηρίζουμε σε κάθε ενέργεια που επιλέγουν να κάνουν. Φυσικά και συμβαίνει οι γυναίκες που έρχονται σε εμάς να μην είναι πάντα έτοιμες να απομακρυνθούν από μία σχέση. Είτε σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να επιστρέψει στην σχέση παρότι θα έχει γίνει μια κάποια δουλειά, είτε σε κάποιες άλλες περιπτώσεις μπορεί απότομα να σταματήσει τις συνεδρίες. Πολλές φορές επανέρχεται αργότερα. Από την πλευρά μας πάντα ευχόμαστε η γυναίκα να επανέλθει για να τη στηρίξουμε και να υλοποιήσει την απόφασή της, αλλά είναι δική της επιλογή το πώς θα κινηθεί, το πότε θα είναι έτοιμη, το πότε θα θελήσει να προχωρήσει παρακάτω».
Όπως μας διευκρινίζει η Στέλλα Χασιρτζόγλου, το Κέντρο έχει αντιμετωπίσει όλες τις μορφές βίας που μπορεί να υποστεί μια γυναίκα, όμως η συνηθέστερη μορφή κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό είναι η ενδοοικογενειακή βία η οποία προέρχεται από τον σύντροφο ή τον σύζυγο και αφορά την ψυχολογική και λεκτική βία. Σε δεύτερη θέση έρχεται η σωματική βία. «Η ψυχολογική βία είναι η πιο δύσκολα αναγνωρίσιμη. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις γυναικών που έρχονται σε εμάς επειδή υφίστανται ψυχολογική και όχι σωματική βία και είναι αποφασισμένες να κάνουν κάτι για αυτό. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις γυναικών που αποφάσισαν να κινητοποιηθούν μόνο όταν η ψυχολογική βία έγινε και σωματική. Είναι συχνό φαινόμενο η ψυχολογική βία να γίνει στη συνέχεια και σωματική». Η ψυχολόγος Εύα Θεοδοσιάδου συμπληρώνει πως «από την άλλη, είναι επίσης σύνηθες να υποτιμάται η σωματική βία από ορισμένες γυναίκες, σε σχέση με τη ψυχολογική. Δηλαδή να θεωρούν ως μεμονωμένο περιστατικό το συμβάν της σωματικής και να νιώθουν πικραμένες, απογοητευμένες από την χρόνια ψυχολογική πίεση και αυτός να είναι ο κινητήριος μοχλός που να την κινητοποιεί στο να φύγει από τη σχέση. Αυτό συνήθως συμβαίνει όταν η σωματική επίθεση δεν είναι συχνή και αφορά συγκεκριμένα περιστατικά. Πολύ συχνά ακούμε γυναίκες να λένε «εντάξει, με έχει χτυπήσει στο παρελθόν» εννοώντας πως δεν είναι αυτός ο λόγος που θέλουν να φύγουν από τη σχέση».
Ένα ισχυρό κίνητρο που δραστηριοποιεί τελικά τις γυναίκες είναι η ύπαρξη παιδιών και η ανάγκη τους να τα προστατέψουν, με ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο να παίζει και η ηλικία τους, καθώς μια άλλη φράση που ακούνε οι επαγγελματίες του Κέντρου είναι «τώρα άρχισε να καταλαβαίνει, οπότε πρέπει να κάνω κάτι». Το κοινό μοτίβο που έρχεται από τις ιστορίες των γυναικών είναι η δικαιολόγηση των βίαιων συμβάντων. Όπως μας εξηγούν οι επαγγελματικές του Κέντρου υπάρχουν πολλές περιπτώσεις γυναικών που τείνουν να θεωρούν ότι «εντάξει, αυτό δεν θα επαναληφθεί» ή πως «είχε τους λόγους του» και να ενοχοποιούνται και οι ίδιες για αυτό που τους συνέβαινε ή τους συμβαίνει ακόμα. Η Στέλλα Χασιρτζόγλου παίρνει τον λόγο: «Έως έναν βαθμό νομίζω πως σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει αυτή η ενοχοποίηση και αυτή είναι που τις κρατάει χρόνια σε μια σχέση με δυσβάσταχτα χαρακτηριστικά για την ίδια. Ένα άλλο μοτίβο που συναντάμε είναι η συγκέντρωση πληροφοριών, χωρίς να οδηγούν σε κάποια άμεση λήψη αποφάσεων. Αρκετές φορές βλέπουμε γυναίκες που θέλουν να έχουν την πληροφόρηση των νομικών θεμάτων, να μάθουν τι δικαιούνται και τι επιλογές έχουν, πώς θα προστατευτούν αυτές και τα παιδιά τους, χωρίς όμως να είναι κοντά στο να έχουν πάρει την απόφαση. Ένας κοινός παρονομαστής είναι η δυσκολία λήψης απόφασης για τα πρακτικά βήματα. Μεγάλο ρόλο κατά τη γνώμη μου, σε αυτή τη δυσκολία, είναι ο φόβος τους για το τι θα γίνει με τα παιδιά τους. Σαφώς και υπάρχει ένας ανήφορος όταν μια γυναίκα αποφασίζει να κάνει μια ενέργεια και αυτό συχνά τις κρατάει πίσω. Ένα ακόμα μοτίβο που ίσως μπορούμε να πούμε πως αντιμετωπίζουμε είναι η δυσκολία του να αναγνωρίσει την ψυχολογική βία». Η ψυχολόγος Εύα Θεοδοσιάδου μας εξηγεί ότι «μπορεί μια γυναίκα να αναφέρει πως δεν νιώθει καλά, να έρθει σε εμάς ζητώντας κάποια απροσδιόριστη υποστήριξη, χωρίς όμως να μπορεί να προσδιορίσει πως αυτό που νιώθει είναι φόβος και τρόμος εξαιτίας αυτής της βίαιης σχέσης. Οι περισσότερες θεωρούν πως για να χαρακτηριστεί κάτι ως βίαιο πρέπει να υπάρξει η σωματική εμπλοκή».
Οι επαγγελματίες του Κέντρου ξεκαθαρίζουν πως ο ρόλος της συμβουλευτικής είναι διαχωρισμένος «από το τι θεωρούμε εμείς πως είναι καλύτερο για την κάθε γυναίκα ή το τι θα κάναμε εμείς στη δική της θέση. Ούτε πιέζουμε, ούτε επιβάλλουμε τις απόψεις μας. Αυτό όμως που κάνουμε ξεκάθαρα είναι το να της διατυπώσουμε ανοιχτά τι είναι αυτό που βιώνει:«Ψυχολογικά, ηθικά και νομικά αυτό που βιώνεις είναι βία, μην έχεις αυταπάτες πως αυτό είναι φυσιολογικό». Επίσης είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως η βία δεν κάνει διακρίσεις. Είναι πολύ εντυπωσιακό πώς γυναίκες με υψηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση μπορεί να αποδιοργανωθούν ολότελα σε μια βίαιη σχέση. Κακώς το μυαλό μας όταν μιλάμε για βία πηγαίνει αυτομάτως σε γυναίκες αδύναμες με χαμηλή αυτοπεποίθηση». Εντυπωσιακό εξάλλου είναι και το εύρημα της «Πανευρωπαϊκής Έρευνας: Βία κατά των γυναικών»: Η σεξουαλική παρενόχληση είναι πιο διαδεδομένη στις γυναίκες πανεπιστημιακής μόρφωσης και στις γυναίκες που ανήκουν στις ανώτερες επαγγελματικές ομάδες: 75 % των γυναικών στην κατηγορία των διευθυντικών στελεχών και 74% και γυναικών στην κατηγορία των ειδικευμένων επαγγελματιών έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης στη ζωή τους, σε σύγκριση με το 44% των γυναικών στην επαγγελματική κατηγορία «εξειδικευμένη εργάτρια σε χειρωνακτική εργασία» και το 41% των γυναικών που δηλώνουν ότι δεν έχουν απασχοληθεί ποτέ σε αμειβόμενη εργασία. Τα ποσοστά αυτά, όπως διευκρινίζουν οι ειδικοί, μπορεί να έχουν διάφορες αιτίες, όπως η καλύτερη ενημέρωση των γυναικών επαγγελματιών σχετικά με το τι συνιστά σεξουαλική παρενόχληση, καθώς και η έκθεση των επαγγελματιών γυναικών σε εργασιακά περιβάλλοντα και καταστάσεις όπου διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο κακοποίησης.
Το να τολμήσει κανείς να αντιστοιχήσει τους τόσο υψηλούς αριθμούς σε πρόσωπα γυναικών της καθημερινότητας του φαντάζει ως ένα επώδυνο σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Για ορισμένες όμως αυτό το σενάριο είναι απλά η επώδυνη καθημερινότητά τους. Με κάθε τρόπο πρέπει να φτάσει στα αυτιά τους το μήνυμα πως δεν είναι μόνες, δεν είναι οι μόνες.
*Το Συμβουλευτικό Κέντρο Θεσσαλονίκης εντάσσεται στο δίκτυο υποστηρικτικών δομών για την πρόληψη και αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων και συγχρηματοδοτείται από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2014-2020.
Πηγή: news247.gr