Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Η Ελλάδα έχει παγιδευτεί στο υφεσιακό σπιράλ
Παγιδευμένη σε ένα αλληλοτροφοδοτούμενο υφεσιακό σπιράλ είναι η Ελλάδα λόγω του υψηλού και δυσβάστακτου χρέους αλλά και λόγω της αβεβαιότητας που κυριαρχεί και του χαμηλού επιπέδου των θεσμών της χώρας, επισημαίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στην Βουλή στην ενδιάμεση έκθεση για το χρέος που παρουσίασε. Και τάσσεται υπέρ της σημαντικής αναδιάρθρωσης χρέους προειδοποιώντας ότι η αναβολή ή η καθυστέρηση της αναγνώρισης της αναδιάρθρωσης ως μέρος της λύσης στο χρέος, μπορεί να οδηγήσει σε χειρότερες καταστάσεις. Παράλληλα, πάντως, προειδοποιεί ότι η αναδιάρθρωση χωρίς βαθιές τομές, δεν αρκεί για την έξοδο από την κρίση.
5η Ενδιάμεση Έκθεση για το Χρέος
Το Γραφείο Προϋπολογισμού αποτυπώνει στην έκθεσή του για μια ακόμη φορά το δραματικό πλαίσιο που υπάρχει αφού ενώ η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα και παρά το «κούρεμα» του PSI το 2012, διανύει ήδη τον έβδομο χρόνο ύφεσης, το ΑΕΠ έχει μειωθεί κατά περίπου 25%, το χρέος έχει εκτιναχθεί στο 175% του ΑΕΠ και η ανεργία είναι σε υψηλότατα επίπεδα. Την ίδια στιγμή, όπως τονίζεται, «οι επενδύσεις - που είναι άκρως απαραίτητες για την εγκαθίδρυση ενός νέου οικονομικού-παραγωγικού μοντέλου - έχουν μειωθεί σημαντικά, ενώ και η πρόσβαση των επιχειρήσεων σε κεφάλαια είναι ιδιαιτέρως προβληματική». «Η ζοφερή αυτή κατάσταση αυξάνει και την αβεβαιότητα (σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο), δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο», υπογραμμίζεται στην ενδιάμεση έκθεση.
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν οι οικονομολόγοι του Γραφείου Προϋπολογισμού είναι ότι «η Ελλάδα έχει παγιδευτεί σε ένα αλληλοτροφοδοτούμενο υφεσιακό σπιράλ, τόσο λόγω του υψηλού και δυσβάστακτου χρέους (που επηρεάζει βασικούς αναπτυξιακούς συντελεστές), όσο και λόγω της αβεβαιότητας που κυριαρχεί (ως απόρροια της κρίσης χρέους), αλλά και του χαμηλού επιπέδου των θεσμών της χώρας (που είναι υψίστης σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη)».
Και τονίζεται ότι «μια σοβαρή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι απαραίτητη για να επανέλθει η χώρα σε τροχιά οικονομικής ανάπτυξης». Αναφορικά με το θέμα αυτό, η διεθνής εμπειρία αναδεικνύει δύο πτυχές:
1. Η αναδιάρθρωση του υπερβολικού χρέους μιας χώρας καθίσταται επιτακτική όταν πλέον είναι φανερό ότι η εξυπηρέτησή του δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της δημοσιονομικής προσαρμογής ή της αναμενόμενης ανάπτυξης, ενώ και η παροχή ρευστότητας (μέσω νέων δανείων) δεν είναι αποτελεσματική λύση σε μακροχρόνιο ορίζοντα.
2. Η αναβολή ή η καθυστέρηση της αναγνώρισης της αναδιάρθρωσης ως μέρος της λύσης στο χρέος, μπορεί να οδηγήσει σε χειρότερες καταστάσεις, όπως ακριβώς έχει συμβεί από το 2010 και ένθεν στην Ελλάδα.
Όπως εξηγεί το Γραφείο Προϋπολογισμού «όταν το χρέος είναι υπερβολικό και δυσβάστακτο, στο βαθμό που κάθε κέρδος που προκύπτει από τις μεταρρυθμίσεις (πχ. την αυξημένη φορολογία κ.α.) ή τις επενδύσεις κατευθύνεται για την εξυπηρέτησή του χρέους (αντί να την καρπώνονται οι πολίτες της χώρας), τότε αυτό από μόνο του αποτελεί αντικίνητρο για τη χώρα για να υλοποιηθούν τα βήματα αυτά».
Έτσι, καταλήγουν χωρίς αμφιβολία, στο ότι «η παρούσα κατάσταση (της συνεχούς ανατροφοδότησης των δανείων με νέα δάνεια) οδηγεί σε αδιέξοδο, τόσο για την Ελλάδα, όσο και για τους δανειστές». «Μία σοβαρή ελάφρυνση του χρέους είναι προς όφελος τόσο των δανειστών όσο και της λήπτριας χώρας», τονίζεται.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού κάνει επίκληση στον οικονομικό ορθολογισμό, κάνοντας λόγο για «μια αναδιάρθρωση του χρέους μετά την οποία η Ελλάδα θα μπορεί να εξυπηρετεί το υπόλοιπο χρέος της (μέσω των αγορών), έχοντας πλέον αποτρέψει μία ενδεχόμενη χρεοκοπία, ενώ και οι δανειστές θα απεμπλακούν από το υπάρχον ατέρμονο γαϊτανάκι αλληλοτροφοδότησης των δανείων». Βεβαίως, επισημαίνεται ότι «μία αναδιάρθρωση χρέους per se, χωρίς βαθιές τομές δεν θα βοηθήσει». «Σε μερικά χρόνια η Ελλάδα θα βρίσκεται πάλι στην κόψη του ξυραφιού. Επομένως, η Ελλάδα πρέπει απαραιτήτως να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς, όπως στη Δικαιοσύνη, στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, στην καλύτερη λειτουργία των μηχανισμών του κράτους και στην διακυβέρνηση». «Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα διασφαλιστεί ότι δεν θα ξαναφτάσει σε καταστάσεις χρεοκοπίας και αναξιοπιστίας», καταλήγει η ενδιάμεση έκθεση.
5η Ενδιάμεση Έκθεση για το Χρέος
Το Γραφείο Προϋπολογισμού αποτυπώνει στην έκθεσή του για μια ακόμη φορά το δραματικό πλαίσιο που υπάρχει αφού ενώ η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα και παρά το «κούρεμα» του PSI το 2012, διανύει ήδη τον έβδομο χρόνο ύφεσης, το ΑΕΠ έχει μειωθεί κατά περίπου 25%, το χρέος έχει εκτιναχθεί στο 175% του ΑΕΠ και η ανεργία είναι σε υψηλότατα επίπεδα. Την ίδια στιγμή, όπως τονίζεται, «οι επενδύσεις - που είναι άκρως απαραίτητες για την εγκαθίδρυση ενός νέου οικονομικού-παραγωγικού μοντέλου - έχουν μειωθεί σημαντικά, ενώ και η πρόσβαση των επιχειρήσεων σε κεφάλαια είναι ιδιαιτέρως προβληματική». «Η ζοφερή αυτή κατάσταση αυξάνει και την αβεβαιότητα (σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο), δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο», υπογραμμίζεται στην ενδιάμεση έκθεση.
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν οι οικονομολόγοι του Γραφείου Προϋπολογισμού είναι ότι «η Ελλάδα έχει παγιδευτεί σε ένα αλληλοτροφοδοτούμενο υφεσιακό σπιράλ, τόσο λόγω του υψηλού και δυσβάστακτου χρέους (που επηρεάζει βασικούς αναπτυξιακούς συντελεστές), όσο και λόγω της αβεβαιότητας που κυριαρχεί (ως απόρροια της κρίσης χρέους), αλλά και του χαμηλού επιπέδου των θεσμών της χώρας (που είναι υψίστης σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη)».
Και τονίζεται ότι «μια σοβαρή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι απαραίτητη για να επανέλθει η χώρα σε τροχιά οικονομικής ανάπτυξης». Αναφορικά με το θέμα αυτό, η διεθνής εμπειρία αναδεικνύει δύο πτυχές:
1. Η αναδιάρθρωση του υπερβολικού χρέους μιας χώρας καθίσταται επιτακτική όταν πλέον είναι φανερό ότι η εξυπηρέτησή του δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της δημοσιονομικής προσαρμογής ή της αναμενόμενης ανάπτυξης, ενώ και η παροχή ρευστότητας (μέσω νέων δανείων) δεν είναι αποτελεσματική λύση σε μακροχρόνιο ορίζοντα.
2. Η αναβολή ή η καθυστέρηση της αναγνώρισης της αναδιάρθρωσης ως μέρος της λύσης στο χρέος, μπορεί να οδηγήσει σε χειρότερες καταστάσεις, όπως ακριβώς έχει συμβεί από το 2010 και ένθεν στην Ελλάδα.
Όπως εξηγεί το Γραφείο Προϋπολογισμού «όταν το χρέος είναι υπερβολικό και δυσβάστακτο, στο βαθμό που κάθε κέρδος που προκύπτει από τις μεταρρυθμίσεις (πχ. την αυξημένη φορολογία κ.α.) ή τις επενδύσεις κατευθύνεται για την εξυπηρέτησή του χρέους (αντί να την καρπώνονται οι πολίτες της χώρας), τότε αυτό από μόνο του αποτελεί αντικίνητρο για τη χώρα για να υλοποιηθούν τα βήματα αυτά».
Έτσι, καταλήγουν χωρίς αμφιβολία, στο ότι «η παρούσα κατάσταση (της συνεχούς ανατροφοδότησης των δανείων με νέα δάνεια) οδηγεί σε αδιέξοδο, τόσο για την Ελλάδα, όσο και για τους δανειστές». «Μία σοβαρή ελάφρυνση του χρέους είναι προς όφελος τόσο των δανειστών όσο και της λήπτριας χώρας», τονίζεται.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού κάνει επίκληση στον οικονομικό ορθολογισμό, κάνοντας λόγο για «μια αναδιάρθρωση του χρέους μετά την οποία η Ελλάδα θα μπορεί να εξυπηρετεί το υπόλοιπο χρέος της (μέσω των αγορών), έχοντας πλέον αποτρέψει μία ενδεχόμενη χρεοκοπία, ενώ και οι δανειστές θα απεμπλακούν από το υπάρχον ατέρμονο γαϊτανάκι αλληλοτροφοδότησης των δανείων». Βεβαίως, επισημαίνεται ότι «μία αναδιάρθρωση χρέους per se, χωρίς βαθιές τομές δεν θα βοηθήσει». «Σε μερικά χρόνια η Ελλάδα θα βρίσκεται πάλι στην κόψη του ξυραφιού. Επομένως, η Ελλάδα πρέπει απαραιτήτως να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς, όπως στη Δικαιοσύνη, στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, στην καλύτερη λειτουργία των μηχανισμών του κράτους και στην διακυβέρνηση». «Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα διασφαλιστεί ότι δεν θα ξαναφτάσει σε καταστάσεις χρεοκοπίας και αναξιοπιστίας», καταλήγει η ενδιάμεση έκθεση.
Πηγή: www.tovima.gr