Η γρίπη φέτος δεν αστειεύεται και μας ήρθε απειλητική


Η γρίπη εξαπλώνεται ταχύτατα στη χώρα και φέτος δεν αστειεύεται. Η ασθένεια και οι επιπλοκές της προκάλεσαν τον θάνατο 42 ανθρώπων στην Ελλάδα κατά τη χειμερινή περίοδο 2017-2018 και τη νοσηλεία 107 ασθενών σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Δεν ήταν ο υψηλότερος αριθμός θανάτων.
Δύο χρόνια πριν (2016-2017) 276 συμπολίτες μας νοσηλεύτηκαν και 108 απεβίωσαν. Δεν πρέπει να συγκρίνουμε όμως, λέει στην «Εφ.Συν.» ο Σωτήρης Τσιόδρας, αναπληρωτής καθηγητής Παθολογίας-Λοιμωξιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και ειδικός σύμβουλος του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ).
Γιατί όμως ορισμένες περίοδοι γρίπης, όπως η φετινή, είναι τόσο δύσκολες σε σχέση με άλλες; Εχει να κάνει με τον τύπο της γρίπης που διαδίδεται, εξηγεί ο κ. Τσιόδρας.
Η περσινή περίοδος ήταν διαφορετική επειδή ο τύπος που επικράτησε ήταν ο Β, σημειώνει. «Φέτος έχουμε γρίπη τύπου Α, που είναι πιο σοβαρή, και επάνοδο της πανδημίας του στελέχους Η1Ν1 που κάνει αρκετά κρίσιμη κλινική εικόνα».
Ιστορικά αυτός ο τύπος της γρίπης, θυμίζει, είναι συνδεδεμένος με συμπτώματα μεγαλύτερης έντασης, πιο συχνές νοσηλείες και περισσότερους θανάτους.
Παράλληλα η χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη στη χώρα μας αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη θα έχει αποτέλεσμα «να δούμε αρκετά σοβαρά κρούσματα κατά τη φετινή περίοδο».
H φετινή δραστηριότητα της γρίπης στην Ελλάδα παραμένει σε αυξημένα επίπεδα, λέει η τελευταία εβδομαδιαία έκθεση επιδημιολογικής επιτήρησης της γρίπης του ΚΕΕΛΠΝΟ.
Μέχρι στιγμής έχουν καταγραφεί 6 θάνατοι και 65 σοβαρά κρούσματα εργαστηριακά επιβεβαιωμένης γρίπης, εκ των οποίων τα 64 με νοσηλεία σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Από αυτά τα 9 μόνο ήταν εμβολιασμένα (14%), σύμφωνα με το ΚΕΕΛΠΝΟ.
Με τα δεδομένα αυτά τα πρώτα σημάδια αδιαθεσίας μπορεί να προκαλέσουν πανικό. Οσοι δεν έχουν εμβολιαστεί να σπεύσουν τώρα, συστήνει ο λοιμωξιολόγος.
Οι ομάδες αυξημένου κινδύνου, σύμφωνα με τη γενική διεύθυνση δημόσιας υγείας του υπουργείου Υγείας, είναι τα άτομα 60 ετών και άνω, τα βρέφη έξι μηνών και κάτω, έγκυες, λεχωίδες και θηλάζουσες, άτομα που βρίσκονται σε στενή επαφή με βρέφη μέχρι και έξι μηνών και οι φροντιστές ατόμων με υποκείμενο νόσημα, τα παιδιά που παίρνουν ασπιρίνη μακροχρόνια (π.χ. για νόσο Kawasaki, ρευματοειδή αρθρίτιδα και άλλα), παχύσαρκα άτομα, οι εργαζόμενοι στην υγεία και οι ασθενείς με άσθμα ή άλλες χρόνιες πνευμονοπάθειες, καρδιακή νόσο με σοβαρές αιμοδυναμικές διαταραχές, ανοσοκαταστολή (κληρονομική ή επίκτητη εξαιτίας νοσήματος ή θεραπείας), μεταμόσχευση οργάνων, δρεπανοκυτταρική νόσο (και άλλες αιμοσφαιρινοπάθειες), σακχαρώδη διαβήτη ή άλλο χρόνιο μεταβολικό νόσημα, χρόνια νεφροπάθεια, νευρολογικά ή νευρομυϊκά νοσήματα.
Υπάρχουν όμως διακριτές διαφορές μεταξύ του απλού κρυολογήματος και των συμπτωμάτων της γρίπης. Το κύριο σύμπτωμα και των δύο είναι ο βήχας και ο πυρετός.
Η φετινή γρίπη, εξηγεί ο κ. Τσιόδρας, συνοδεύεται επιπλέον από έναν πολύ δύσκολο ξερόβηχα, αναπνευστική δυσχέρεια, μυαλγίες -με πόνους και καταβολή στις αρθρώσεις- και ζάλη σαν να επηρεάζεται το κεντρικό νευρικό σύστημα. Η αναζήτηση ιατρικής βοήθειας πρέπει να είναι χωρίς δεύτερη σκέψη, άμεση.
Μετά τις οδηγίες του γιατρού ο άρρωστος πρέπει να μένει σπίτι μέχρι να γίνει καλά. «Οι περισσότεροι δεν το κάνουν και είναι ντροπή να κολλήσεις έναν άνθρωπο με πρόβλημα υγείας ή ένα παιδί». Ανάρρωση στο σπίτι, τονίζει, «ούτε στη δουλειά, ούτε στο σχολείο».
Προσοχή χρειάζεται και στα σχολεία, όπου «επωάζεται η γρίπη και δεν γίνεται τίποτα» επισημαίνει ο Σ. Τσιόδρας και προσθέτει ότι όλα δείχνουν πως χρειάζεται ενημέρωση των γονιών και των δασκάλων γύρω από τη λήψη των απαραίτητων μέτρων.
Μπορεί τα παιδιά να περνούν τη γρίπη πιο ελαφρά, αλλά σε κάθε περίπτωση χρειάζεται προσοχή και οπωσδήποτε απομόνωση, ξεκούραση και ανάρρωση.
«Κατανοώ την ανάγκη των γονιών να δουλέψουν, αλλά δεν πρέπει να στέλνουν τα παιδιά άρρωστα στο σχολείο» αναφέρει και σημειώνει ότι τα μηνύματα που λαμβάνει το ΚΕΕΛΠΝΟ μιλούν για κύμα της γρίπης στα σχολεία.
Και οι δάσκαλοι, προσθέτει, όταν διαπιστώνουν ότι ένα παιδί νοσεί, οφείλουν να επικοινωνούν με τους γονείς προκειμένου οι τελευταίοι να παραλάβουν άμεσα το παιδί τους από το σχολείο, να επισκεφτούν τον γιατρό και να ξεκινήσει η διαδικασία της αποκατάστασης της υγείας.
Οι ασθενείς, όπως κάθε χρόνο αυτή την εποχή, υποβάλλονται σε τεστ αντοχής (!) στις μακροχρόνιες ελλείψεις του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
Ελλείψεις στον σχεδιασμό των εφημεριών, στη στελέχωση, στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, που φαίνονται ανάγλυφα σε περιόδους αυξημένης ζήτησης των υπηρεσιών υγείας όπως αυτή που διανύουμε τώρα με την έξαρση της γρίπης.
Ράντζα εδώ, ράντζα εκεί, ράντζα παντού και παράλληλα αγώνας για την έγκαιρη εύρεση ενός κρεβατιού σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ΕΣΥ είναι επιβαρημένο, όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, λόγω γρίπης» τονίζει μιλώντας στην «Εφ.Συν.» ο Νίκος Παπαευσταθίου, διοικητής του Εθνικού Κέντρου Επιχειρήσεων Υγείας (ΕΚΕΠΥ). «Η αυξημένη προσέλευση στα νοσοκομεία αυτή την περίοδο οπωσδήποτε έχει να κάνει κυρίως με τη γρίπη» συμπληρώνει ο Σ. Τσιόδρας.
«Συνεχίζονται τα ράντζα στα νοσοκομεία, ένα πρόβλημα σοβαρό που θέλει άμεση λύση» λέει στην «Εφ.Συν.» η Ματίνα Παγώνη, πρόεδρος του μεγαλύτερου πρωτοβάθμιου σωματείου νοσοκομειακών γιατρών της χώρας, της Ενωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας-Πειραιά (ΕΙΝΑΠ).
«Η λύση που θα πρέπει να δώσει το υπουργείο Υγείας είναι οι προσλήψεις μόνιμου προσωπικού -νοσηλευτικού και ιατρικού- και σχεδιασμό για την ορθότερη κατανομή των περιστατικών στα νοσοκομεία κάθε Υγειονομικής Περιφέρειας».
Για τις ΜΕΘ «αντιμετωπίζουμε πάντα το ίδιο πρόβλημα, με μικρές αλλαγές και μικρές αυξομειώσεις στα κρεβάτια τα οποία δεν επαρκούν για τις ανάγκες μας όλο τον χρόνο, πολύ περισσότερο τον χειμώνα με την έξαρση γρίπης» τονίζει ο Απόστολος Αρμαγανίδης, καθηγητής Εντατικής Θεραπείας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντής της Β’ πανεπιστημιακής κλινικής Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου «Αττικόν».
Από τα συνολικά 700 κρεβάτια ΜΕΘ στο ΕΣΥ, λειτουργούν σήμερα 552, ενώ επιπλέον 63 είναι πλήρως εξοπλισμένα και παραμένουν κλειστά λόγω έλλειψης προσωπικού, σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας.
Τα υπόλοιπα 85 έχουν ελλείψεις σε ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό και προσωπικό, λέει ο Απ. Αρμαγανίδης. Και για τις ΜΕΘ, θα πει η Ματίνα Παγώνη, «πρέπει να προσληφθεί μόνιμο εξειδικευμένο προσωπικό, να ανοίξουν τα 150 κλειστά κρεβάτια ώστε να μην υπάρχει το πρόβλημα της μεγάλης αναμονής».
«Ξεκινάμε τη γενική εφημερία χωρίς κανένα κρεβάτι άδειο στη ΜΕΘ» σημειώνει ο κ. Αρμαγανίδης και επιμένει: «Εδώ και 30 χρόνια λέμε τα ίδια: να εξαντλήσουμε την υπάρχουσα υποδομή».
Το σενάριο αυτό, λέει, είναι ρεαλιστικό, «δεν είναι ουτοπικό, δεν λέμε να φτιάξουμε -με το υψηλό κόστος που έχει μία ΜΕΘ- νέες, αλλά να λειτουργήσουμε όλα τα κρεβάτια που διαθέτουμε».
Ενδεικτικά αναφέρει το παράδειγμα του «Αττικόν» όπου πριν από το νέο έτος λειτουργούσαν 16 κρεβάτια από τα 27, τον Ιανουάριο άνοιξαν 3 και αναμένεται να έχουν ανοίξει μέχρι τον Μάρτιο ακόμα 3 -σύνολο δηλαδή 22.
Θυμάται το 2010 με την πρώτη γρίπη υπήρξε κινητοποίηση και άνοιξαν 25 κρεβάτια, στη συνέχεια το 2012 η ΜΕΘ του νοσοκομείου μετρούσε 12 κρεβάτια και «τώρα ανεβαίνει πάλι ο αριθμός».
Η καθημερινή άνιση μάχη των γιατρών του ΕΣΥ έχει καταγραφεί ως ηρωική. Καθε μέρα αναζητούμε 5-10 κρεβάτια ΜΕΘ λέει. Τα καταφέρνετε;
«Σήμερα (σ.σ. την Τετάρτη 23/1) δεν είχαμε κανέναν άνθρωπο, που χρειαζόταν, εκτός ΜΕΘ». Μέχρι να βρεθεί κρεβάτι όμως, λέει, ασθενείς νοσηλεύονται διασωληνωμένοι σε κλινικές, γεγονός που «επιστημονικά δεν είναι ό,τι καλύτερο».
Οι εικόνες με τα ράντζα εν έτει 2019 στο «Αττικόν», το Γενικό Κρατικό Νίκαιας, τον «Ευαγγελισμό» είναι συγκλονιστικές.
Την περασμένη εβδομάδα (15/1) το Σωματείο Εργαζομένων του «Αττικόν» κατήγγειλε ότι από τις 4 το μεσημέρι η γενική εφημερία του πανεπιστημιακού νοσοκομείου (που θα διαρκούσε μέχρι την επόμενη μέρα στις 8 το πρωί) είχε μπλοκάρει: «Ηδη έχουν πληρωθεί όχι μόνο όλες οι κανονικές κλίνες, αλλά και τα “ράντζα” στους διαδρόμους», «ασθενείς με σοβαρή κατάσταση νοσηλεύονται στη βραχεία νοσηλεία που και αυτή έχει γεμίσει», ενώ «περισσότεροι από 750 ασθενείς νοσηλεύονται στο νοσοκομείο και δεκάδες παραμένουν στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ)». Στο τέλος της ημέρας το «Αττικόν» μέτρησε 120 ράντζα.
Λίγες ημέρες αργότερα (22/1) η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Δημόσια Νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ) κατήγγειλε την «απελπιστική κατάσταση» με τα ράντζα -τουλάχιστον 55 στον αριθμό- μετά την εφημερία του Γενικού Κρατικού Νίκαιας.
Στη «ναυαρχίδα του ΕΣΥ» ίδια, όπως πάντα, η κατάσταση με τα ράντζα, περιγράφει μιλώντας στην «Εφ.Συν.» ο Ηλίας Σιώρας, καρδιολόγος, πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός».
Ενδεικτικά αναφέρει ότι μετά την τελευταία γενική εφημερία το μεγαλύτερο νοσοκομείο της χώρας μετρούσε 70 ράντζα, μη συμπεριλαμβανομένων των μόνιμων περίπου 20 ράντζων της ψυχιατρικής κλινικής.
«Η παντελής έλλειψη δωρεάν πρωτοβάθμιας φροντίδας, η αποδυνάμωση των περιφερειακών νοσοκομείων και η οικονομική ασφυξία μεγάλου μέρους του πληθυσμού οδηγούν χρονίως πάσχοντες και απλά περιστατικά να βρίσκονται στον ίδιο χώρο την ίδια χρονική περίοδο με βαρέως πάσχοντες» τονίζει.
«Τα ράντζα τα ξέρουμε από τις γελοιογραφίες του ΚΥΡ της δεκαετίας του ‘80» λέει ο κ. Αρμαγανίδης. «Τα μεγάλα νοσοκομεία έχουν ράντζα καθώς η ζήτηση είναι μεγαλύτερη από την προσφορά» σημειώνει.
Κάθε τέσσερις μέρες που έχει εφημερία το «Αττικόν» κάνει 200 εισαγωγές. Συνολικά διαθέτει περίπου 650 κρεβάτια.
«Αυτό σημαίνει ότι οι 200 που εισάγονται σε κάθε εφημερία πρέπει πριν από την επόμενη να έχουν πάρει εξιτήριο» (!) λέει ο κ. Αρμαγανίδης.
«Λύση υπάρχει: ή αυξάνεις τη δυνατότητα του νοσοκομείου (με επέκταση των εγκαταστάσεων κ.ο.κ.) ή μειώνεις τη ζήτηση διοχετεύοντας τα περιστατικά σε άλλα νοσοκομεία που μέχρι στιγμής δεν συμμετέχουν στις εφημερίες του ΕΣΥ. Η Αθήνα, για παράδειγμα, διαθέτει 25 νοσοκομεία, αλλά εφημερεύουν μόνο 8, ενώ ο Πειραιάς και τα νότια προάστια της Αττικής 10 και εφημερεύουν 7».
Οσον αφορά το κρίσιμο κενό που δημιουργεί η έλλειψη Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, ο κ. Αρμαγανίδης συμφωνεί με τον κ. Σιώρα. «Αν έρχονται 1.000 άνθρωποι στην εφημερία του ‘‘Αττικόν’’ και γίνονται 200 εισαγωγές, σημαίνει ότι οι 800 άνθρωποι έχουν έρθει στα επείγοντα γιατί δεν έχουν πού να πάνε» αναφέρει ο καθηγητής Εντατικής Θεραπείας.
Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, ο μεγάλος ασθενής που προβλέφθηκε από τον συστατικό νόμο του Εθνικού Συστήματος Υγείας το 1983, ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, «χτυπήθηκε» από την πολιτική των μνημονίων, με απολύσεις προσωπικού, κλείσιμο μονάδων, απαξίωση εργαστηρίων, επιβάρυνση των νοσοκομείων και μετακύλιση πόρων στον μεγαλοϊδιωτικό, κρατικοδίαιτο τομέα, σήμερα κάνει τα πρώτα δειλά βήματά της.
Σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι σε θέση να περιθάλψει για παράδειγμα τους 800 ασθενείς που πηγαίνουν, χωρίς να χρειάζονται νοσοκομειακή περίθαλψη, στο «Αττικόν».
Τέσσερα χρόνια μετά, στο υπουργείο Υγείας, σε ειδική σύσκεψη που έλαβε χώρα την Τετάρτη (23/1) υπό την πολιτική ηγεσία με αντικείμενο τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα νοσοκομεία του Λεκανοπεδίου όσον αφορά την υπερπληρότητα των κλινών στις γενικές εφημερίες και τη διαχείριση των περιστατικών που χρήζουν εισαγωγή σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), διαπιστώθηκαν... τα εδώ και χρόνια καταγεγραμμένα προβλήματα.
Παράλληλα στο σχετικό δελτίο Τύπου η Αριστοτέλους παραδέχεται ότι «πρέπει να ληφθούν άμεσα δραστικά μέτρα ώστε να δοθεί οριστική λύση».
Συγκεκριμένα προτείνονται η ενίσχυση των Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών των νοσοκομείων με 520 μόνιμους γιατρούς, θέσεις που προκηρύχθηκαν πρόσφατα, η ενδυνάμωση της ΠΦΥ με την επανάληψη της προαναγγελίας για άνοιγμα 4-5 Κέντρων Υγείας που θα λειτουργούν όλο το 24ωρο, χωρίς να προσδιορίζεται το πότε, κάτι που εξαγγέλλεται εδώ και δύο χρόνια, η αλλαγή του εφημεριακού σχεδιασμού που θα εφαρμοστεί το καλοκαίρι και η δημιουργία «αξιόπιστου πλαισίου κλινικών κριτηρίων για τη διασωλήνωση και εισαγωγή ασθενών σε ΜΕΘ».

Πηγή: www.efsyn.gr


Το avatonpress.gr είναι ανεξάρτητο ενημερωτικό site και στηρίζεται μόνο σε σας. Κάνοντας κλικ στις διαφημίσεις μας βοηθάτε να συνεχίσουμε την προσπάθειά μας! Ευχαριστούμε εκ των προτέρων!

Σχολίασε κι εσύ!